Η προεκλογική εκστρατεία στην Ελλάδα σήμερα ρίχνει αυλαία με την κεντρική ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αθήνα και του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη.
Είναι ήδη αργά για να ανατραπούν τα δεδομένα, τα οποία λίγο πολύ διαμορφώθηκαν στην αναμέτρηση της 21ης Μαΐου. Η Νέα Δημοκρατία ελπίζει σε μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ στην διατήρηση των ποσοστών του, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω αμφισβήτηση της ήδη αμφισβητούμενης ηγεσίας του Αλέξη Τσίπρα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία, όπως έχουν δείξει όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις θα κερδίσουν την εκλογική μάχη με σχετική άνεση, εξασφαλίζοντας αυτοδυναμία, η οποία μεταφράζεται σε σταθερότητα και ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, καθώς θα αποφευχθούν οι διαβουλεύσεις που απαιτούνται σε κυβερνήσεις συνεργασίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος το 2015 έδειξε να καταλαμβάνει τη θέση του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ, ως πυλώνας του δικομματισμού, αντιμετωπίζει το φάσμα μια νέας ήττας, ενδεχομένως βαρύτερης από αυτήν της 21ης Μαΐου.
Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη έσπασε το φράγμα των μονοψήφιων ποσοστών αλλά δεν δείχνει να έχει τη δυναμική άντλησης ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει τη μετατροπή του σε κύριο αντιπολιτευτικό πόλο.
Από ‘κει και πέρα τα μικρότερα κόμματα πλην του ΚΚΕ, θα δώσουν μάχη για είσοδο στη Βουλή, καθώς οι δημοσκοπήσεις τα παρουσιάζουν στο όριο του στατιστικού λάθους, στη χαμηλότερη τιμή κάτω του 3% και στην υψηλότερη έως και δύο μονάδες πάνω από το όριο. Δεν αποκλείεται δύο ή τρία εξ αυτών να καταφέρουν να πετύχουν είσοδο στη Βουλή, αλλάζοντας έτσι και τον κοινοβουλευτικό χάρτη, μειώνοντας τον αριθμό εδρών της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Απέφυγε τις γκάφες
Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί τα ποσοστά της, όχι γιατί προσπάθησε ιδιαιτέρως να πείσει για την ορθότητα των θέσεων της, αλλά γιατί απέφυγε να κάνει μεγάλα λάθη που θα της στοίχιζαν. Κατάφερε να διαχειριστεί το θέμα των μουσουλμάνων της Θράκης, ελαχιστοποιώντας το κόστος από τις ατυχείς δηλώσεις της Ντόρας Μπακογιάννη, οι οποίες δικαίως εκλήφθηκαν ως εκβιαστικές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ανέδειξε ως πλέον σοβαρή, την άρνηση των δύο υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ στη Ροδόπη, να δηλώσουν ότι αποδέχονται ότι η μειονότητα είναι μουσουλμανική και όχι τουρκική και την ίδια στιγμή εκπαραθύρωσε τον μουσουλμάνο υποψήφιο του κόμματος του, για τον οποίο δημιουργήθηκαν σκιές.
Επαρκώς διαχειρίστηκε και το τραγικό ναυάγιο έξω από τη Πύλο, αποδεικνύοντας πως δεν μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο από όσα έγιναν, παρά το ότι την ευθύνη την έχει πλέον η υπηρεσιακή κυβέρνηση και όχι αυτή της Νέας Δημοκρατίας.
Κατά τ’ άλλα διατήρησε με σταθερότητα τις θέσεις του στα θέματα της οικονομίας, ενώ έπεισε πως η μόνη διέξοδος είναι η σταθερότητα μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Σύγχυση και αντιφάσεις
Ο Σύριζα μετά την ήττα της 21ης Μαΐου, δεν κατάφερε να διορθώσει τα λάθη της προηγούμενης προεκλογικής εκστρατείας, διαπράττοντας νέα, καθώς φάνηκε να μην διαθέτει σαφή στρατηγική. Η διαχείριση της κατάστασης αφέθηκε σε μικρό αριθμό στελεχών, τα οποία υπέπεσαν σε μεταξύ τους αντιφάσεις ενώ δυσκολεύτηκαν να βρουν κοινή γλώσσα σε μεγάλα θέματα όπως η οικονομία, η μειονότητα της Θράκης, το μεταναστευτικό και η προστασία του κύρους του κράτους.
Η εντύπωση που έδωσε το κόμμα ήταν αυτή του αυτοσχεδιασμού και την ανυπαρξίας σαφούς στόχου.
Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, κατέγραψε ακόμα πιο χαμηλά ποσοστά στο ερώτημα των δημοσκοπήσεων που αφορούσε την καταλληλόλητα του ως πρωθυπουργού, καθώς κατατάχθηκε δεύτερος με μεγάλη διαφορά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το Mea culpa για τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής που οδήγησε σε διπλή εκλογική αναμέτρηση, δεν εισπράχθηκε από τους ψηφοφόρους ως γενναία αναγνώριση ενός λάθους, αλλά ως αδυναμία εκτίμησης των πραγματικοτήτων και ως παιχνίδι λαϊκισμού, το οποίο δεν του βγήκε.