Το να επιχειρήσει κανείς να αξιολογήσει το σύνολο του έργου που παρουσίασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο πλαίσιο της συνέντευξης τύπου για τις πρώτες 100 ημέρες της διακυβέρνησης του, είναι μάλλον μάταιο. Διότι απλούστατα αποτελεί σφάλμα πολιτικής να αναγάγεις σε μείζονα πολιτική πράξη, μία προεκλογικού χαρακτήρα ανούσια αναφορά. Η λογική των 100 πρώτων ημερών, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα προεκλογικό τέχνασμα. Ο πραγματικός απολογισμός έργου των εκατό ημερών έχει νόημα μόνο σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Εκεί δηλαδή που απαιτούνται επείγοντα και καταλυτικά μέτρα. Η κατάσταση στη χώρα μας και με παραδοχή του ιδίου του Προέδρου της Δημοκρατίας, μόνο τέτοια δεν είναι. Παρέλαβε μία οικονομία σε ανάπτυξη, τους βασικούς δείκτες σε σταθερά θετική πορεία, και ελάχιστα ζητήματα σε εκκρεμότητα που απαιτούσαν ταχεία απάντηση.
Γι’ αυτό και παρασυρόμενος ξεκίνησε να αναφέρεται εν εκτάσει σε δεκάδες αποφάσεις οι οποίες στην πλειοψηφία τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά μέτρα διαχείρισης της καθημερινότητας ή και συνέχισης πρακτικών και αποφάσεων που είχαν ήδη τροχιοδρομηθεί.
Τα ζητήματα πολιτικής που πραγματικά απαιτούσαν ταχεία αντίδραση ήταν κατά βάση δύο: Η κρίση των τετραμήνων στην παιδεία, καθώς και η ΑΤΑ, που εκκρεμούσε η συμφωνία από την προηγούμενη διακυβέρνηση.
Ο κ. Χριστοδουλίδης επέλεξε να ξεκινήσει τον απολογισμό του, με τον τομέα της παιδείας, θεωρώντας προφανώς ως σημαντική επιτυχία την κατάργηση των ενδιάμεσων εξετάσεων του Γενάρη. Επρόκειτο για μία κρίση η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα τεχνητό δημιούργημα συντεχνιακών και μερικών βουλευτών. Είχε να επιλέξει ανάμεσα στη σύγκρουση με τον λαικισμό και τον κατευνασμό. Επέλεξε την υποχώρηση και τον κατευνασμό. Διότι κατά βάση αυτό που παρουσίασε ως σημαντικό έργο δεν είναι καν «ολοκληρωμένη πρόταση για το νέο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών», όπως ισχυρίστηκε, καθώς απουσιάζουν βασικά στοιχεία, για τα οποία θα επανέλθουμε.
Ως σημαντικό έργο παρουσίασε και την κατάργηση του καθεστώτος αγοράς υπηρεσιών σε κάποιους τομείς παραγωγής έργου στην παιδεία.. η οποία είχε εξαγγελθεί ήδη από τον περασμένο Δεκέμβρη.
Το δεύτερο «επίτευγμα» με χαρακτήρα επείγοντος που παρουσίασε, αφορά τη μεταβατική συμφωνία για την ΑΤΑ, η οποία από την 1η Ιουνίου αυξάνεται από το 50% στο 66.7%. Πρόκειται πράγματι για σημαντική παρέμβαση που θα έχει όφελος για τον τόπο και χιλιάδες εργαζόμενους γιατί διασφαλίζει την εργασιακή ειρήνη, και ενισχύει το εισόδημα των εργαζομένων σε μία περίοδο με αυξημένο πληθωρισμό. Ωστόσο, αποτελεί ένα μέτρο με βαρύ δημοσιονομικό αποτύπωμα. Ήδη η κυβέρνηση στον συμπληρωματικό προυπολογισμό που κατέθεσε στη Βουλή, (φωτό πιο κάτω)προβλέπει ποσόν 60 εκ Ευρώ για κάλυψη των αυξημένων αναγκών.
Κυρίως όμως είναι μία πολιτική πράξη που δεν αγγίζει και δεν διορθώνει τον άδικο και ισοπεδωτικό χαρακτήρα του μέτρου. Η ΑΤΑ παρεχόμενη οριζόντια κατά το ίδιο ποσοστό,συμβάλει στην αύξηση του εισοδήματος σε μεγαλύτερο βαθμό των υψηλόμισθων και λιγότερο των χαμηλόμισθων, ενώ διευρύνει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.