Αν κάποια στιιγμή βρεθείτε στην Αθήνα περάστε και από το Μουσείο Μπενάκη… Εκεί όπου αναδύονται από τις αρχές Ιουλίου διάσπαρτα έργα τέχνης από τις συλλογές της βρετανικής πρεσβευτικής κατοικίας στην Αθήνα, ανάμεσα στις μόνιμες συλλογές του μουσείου.
Πρόκειται για 17 σημαντικούς πίνακες του 19ου έως 20ου αιώνα που παρουσιάζονται με γενικό τίτλο «Grand Tour», έως την 1η Ιουνίου 2025 (οπόταν προλαβαίνετε), περίπου όσο θα παραμείνει κλειστή η βρετανική πρεσβευτική κατοικία της οδού Λουκιανού λόγω εργασιών συντήρησης και ανακαίνισής της (από τα ωραιότερα αρχοντικά της Αθήνας και πρώην κατοικία του Ελευθέριου Βενιζέλου).
Τα έργα έχουν παραχωρηθεί από την Κυβερνητική Συλλογή Τέχνης του Ηνωμένου Βασιλείου σε καθεστώς μακροχρόνιου δανεισμού προς έκθεση, στο Μουσείο Μπενάκη. Η ιδέα είναι του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα Μάθιου Λότζ, αντί τα έργα να επιστρέψουν στη Μ.Βρετανία, όπως ισχύει σε ανάλογες περιπτώσεις.
Γιατί Grand Tour;
Ο τίτλος της έκθεσης “Grand Tour” ήταν πρόταση της βρετανικής πλευράς, καθώς η επιλογή των έργων που παρουσιάζονται αποτελούν «εξαίρετο δείγμα του πρώιμου τουρισμού των Βρετανών στην Ελλάδα εμπνευσμένου από τον κλασικισμό» τόνισε ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Γιώργης Μαγγίνης εξηγώντας ότι η παρουσίαση των έργων ακολουθεί τη θεματική της υπάρχουσας μουσειακής αφήγησης κι ο θεατής καλείται να τα ανακαλύψει μέσα από ένα κυνήγι θησαυρού, με οδηγό ένα χάρτη».
Και το αστέρι της έκθεσης
Αστέρι της αναδυόμενης αυτής έκθεσης είναι μία από τις καλύτερες προσωπογραφίες του λόρδου Βύρωνα από τον Τόμας Φίλιπς, την οποία το κοινό θα έχει την ευκαιρία να επισκεφθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, τιμώντας την επέτειο των διακοσίων ετών από τον θάνατο του φιλέλληνα ποιητή. Η ίδια προσωπογραφία είχε συμπεριληφθεί στην έκθεση «1821 Πριν και Μετά». Ως αντάλλαγμα, το μουσείο είχε τότε δανείσει από τις συλλογές του το πορτρέτο μιας νεαρής Ελληνίδας από τον Χένρι Πίκερσγκιλ, και τώρα επανεκτίθεται.
Ακόμα, έργα των Γιόζεφ και ‘Αντον Σραντς, προσφέρουν μια εικόνα των ελληνικών νησιών κατά τον 19ο αιώνα, επιχρωματισμένα χαρακτικά του αρχαιοδίφη και ζωγράφου Εντουάρντο Ντόντουελ, υδατογραφίες του Έντουαρντ Λίαρ, οι Ελληνίδες του «οριενταλιστή» Τζεν Φρέντερικ Λούις και μια εικόνα της Παναγίας της «Γλυκοφιλούσας» του 17ου αιώνα, που προσφέρθηκε στη βρετανική πρεσβεία της Αθήνας από τον δήμαρχο της πόλης Αμβρόσιο Πλυτά (1886-1964) τον Μάρτιο του 1941, λίγες ημέρες πριν από τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, επισφραγίζουν τη συνεργασία και τον διάλογο ανάμεσα στις συλλογές, του Μουσείου Μπενάκη και της Κυβερνητικής Συλλογής Τέχνης του Ηνωμένου Βασιλείου. Στο ίδιο εκθεσιακό πνεύμα, οι ελαιογραφίες και υδατογραφίες του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του John Craxton στην μοντερνιστική αθηναϊκή κατοικία του πρώτου, όπου σήμερα στεγάζεται η Πινακοθήκη Γκίκα, ζωντανεύουν τη μακρόχρονη φιλία και τις καλλιτεχνικές αλληλοεπιδράσεις των δύο εξεχόντων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα.
Η Κυβερνητική Συλλογή Τέχνης του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί έναν πολιτιστικό θεσμό, που προάγει τη βρετανική τέχνη μέσω της τοποθέτησης έργων σε βρετανικά κυβερνητικά κτίρια σε όλον τον κόσμο. Τα δύο τρίτα της Συλλογής εκτίθενται σε γραφεία υπουργείων και διπλωματικές κατοικίες σχεδόν σε κάθε πρωτεύουσα του κόσμου. Για πάνω από 120 χρόνια και με σχεδόν 15.000 έργα τέχνης που χρονολογούνται σε διάστημα έξι αιώνων, η Κυβερνητική Συλλογή Τέχνης εμπλουτίζεται διαρκώς με την απόκτηση νέων έργων, τα οποία αντανακλούν την ποικιλομορφία της βρετανικής κοινωνίας. Η Συλλογή στοχεύει στη διεύρυνση της πρόσβασης και συμμετοχής του κοινού στο απόθεμά της μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες και συνέργειες σε όλο τον κόσμο.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ/ΜΠΕ