“Με μια σχεδόν υπερφυσική φωνή που μπορούσε να μετατραπεί από ψίθυρο σε κραυγή, η Sinéad O’Connor μιλούσε ανοιχτά σε όλη της τη ζωή – και συχνά δεχόταν αντιδράσεις ως απάντηση”. Σε άρθρο της στο BBC, η γνωστή δημοσιογράφος και παραγωγός, Allyson McCabe, η οποία κυκλοφόρήσε μόλις τον Μάϊο το βιβλίο “Why Sinead O’ Connor matters” τονίζει πως ήρθε ώρα να αναθεωρήσουμε την κληρονομιά που άφησε πίσω της η τραγουδίστρια…
Όταν η ιρλανδή τραγουδίστρια Sinéad O’Connor δημοσίευσε τα απομνημονεύματά της “Αναμνήσεις για το 2021”, η δημοσιογράφος είχε την ευκαιρία να της πάρει συνέντευξη για το National Public Radio των ΗΠΑ.
“Έτοιμη να αντιμετωπίσω το δύσκολο, εύθραυστο και συχνά αντιφατικό χάος για το οποίο είχα διαβάσει σε τόσες πολλές αναφορές όλα αυτά τα χρόνια, εξεπλάγην ειλικρινά όταν συνάντησα ένα διαυγές, διορατικό και συναισθηματικά ειλικρινές άτομο που ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να κάνει μια ουσιαστική συζήτηση για τα θέματα για τα οποία πάλεψε όλα αυτά τα χρόνια από το να πουλάει βιβλία“.
Γνωρίζοντας την πραγματική Sinead, οδηγήθηκε στο να γράψει το βιβλίο που δείχνει την αξία και τη σημασία της. “Είμαι βαθιά συντετριμμένη από την είδηση του θανάτου της” αναφέρει. Για την ίδια θα είναι πάντα μια γυναίκα που κατάφερε να επιβιώσει από πολλά στη ζωή της..
Ήθελε να αλλάξει τον κόσμο
Για το πως θα τη θυμούνται οι μελλοντικές γενιές, η Alysson παρατηρεί πως η O’Connor έχει συχνά συγκριθεί με την Madonna, μια άλλη σούπερ σταρ της εποχής του MTV που αμφισβητήθηκε τόσο από την Καθολική Εκκλησία, όσο και από την κοινωνία, “Αλλά ενώ η Madonna είχε δηλώσει πως στόχος της ήταν να κυβερνήσει τον κόσμο, η O’ Connor είχε στόχο να τον αλλάξει”.
Και προσθέτει: “Πολλοί αναμφίβολα θα θυμούνται την τραγουδίστρια όταν κατέστρεψε μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής εμφάνισής της στο Saturday Night Live. Αλλά λιγότεροι άνθρωποι μπορεί να θυμούνται γιατί το έκανε αυτό, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την κακοποίηση παιδιών στην Καθολική Εκκλησία, ζήτημα που διαιωνίστηκε από την άρνηση ορισμένων κληρικών να το αναγνωρίσουν και να το αντιμετωπίσουν”.
Οι επιπτώσεις που αντιμετώπισε ο O’Connor εκείνη τη νύχτα ήταν άμεσες… Τα άλμπουμ της βρέθηκαν πεταμένα έξω από τα κεντρικά γραφεία της δισκογραφικής της εταιρείας στις ΗΠΑ στο Rockefeller Center. Διασημότητες από τον Joe Pesci μέχρι τον Phil Hartman και την Camille Paglia την καταδίκασαν! “Δεν τους πείραξε που ο O’Connor είχε δίκιο που αμφισβήτησε τον ρόλο της Εκκλησίας στη συγκάλυψη της κακοποίησης παιδιών. Ή ότι είχε δίκιο για τόσα άλλα πράγματα, μεταξύ των οποίων ο τρόπος με τον οποίο η μουσική βιομηχανία συχνά καθόριζε την επιτυχία με καθαρά εμπορικούς όρους – μια θέση που απέρριψε εξαρχής” σημειώνει η McCabe.
Κακοποιημένη από παιδί
Οι αξίες και οι προτεραιότητες της O’Connor διαμορφώθηκαν στην παιδική ηλικία, μια περίοδο που αργότερα είπε ότι είχε υποστεί κακοποίηση από τα χέρια της αφοσιωμένης θρησκευόμενης μητέρας της. “Βρήκε παρηγοριά στη μουσική –ειδικά στα άλμπουμ του Bob Dylan που μοιραζόταν μαζί της ο αδελφός της– και σε ένα βιβλίο με τραγούδια του Dylan που της έδωσε μια ευγενική μοναχή στο μεταρρυθμιστικό σχολείο των καθολικών κοριτσιών που φοίτησε στα πρώτα εφηβικά της χρόνια” σημειώνει η βρετανίδα δημοσιογράφος. “Μέχρι τα 18, η O’Connor υπέγραψε συμβόλαιο ηχογράφησης με τον Ensign/Chrysalis, λίγο αφότου η μητέρα της πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο δρόμο για τη Θεία Λειτουργία”.
Απορρίπτοντας την πορεία της
Όλα αυτά ήταν άγνωστα σε ένα μεγάλο βαθμό για το κοινό. “Οι αντιλήψεις μας για το τι είναι η O’Connor φιλτράρονταν μέσα από τον μηχανισμό δημιουργίας αστέρων του μουσικού Τύπου. Ωστόσο, ήταν αδύνατο να μην καταλάβουμε ότι ο O’Connor δεν ενδιαφερόταν να γίνει μία τυπική ποπ σταρ”. Εξού και απέρριπτε τις συμβουλές του μάρκετινγκ της δισκογραφικής της. “Ξύρισε τα μαλλιά της και φόρεσε σκισμένα τζιν και άρβυλα ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια σ’ αυτό που αντιλαμβανόταν ως σεξισμό της μουσικής βιομηχανίας, που εκτιμάει τις γυναίκες καλλιτέχνες για την εμφάνισή τους και όχι για τη μουσική τους”.
“Τι κάναμε λάθος για τη Sinéad O’Connor”, αναρωτιέται η Alysson για να απαντήσει: “Αν και υπάρχουν ελάχιστα παραδείγματα μιας νεαρής γυναίκας που προσπάθει να εκφράσει περίπλοκα συναισθήματα μέσω της ποπ μουσικής, η O’Connor έκανε ακριβώς αυτό. Με μια απίστευτη, σχεδόν υπερφυσική φωνή που μπορούσε να κινηθεί από ψίθυρο σε ουρλιαχτό”.
Όταν η παραγωγός που της είχε αναθέσει η εταιρεία απέτυχε να δει το όραμά της για το άλμπουμ ντεμπούτο της το 1987, ανέλαβε η ίδια τα ηνία. Παρόλο που το The Lion and the Cobra δεν σχεδιάστηκε για τα chart, η O’Connor βρήκε ένα δεκτικό κοινό χάρις στο κολλεγιακό ραδιόφωνο, στους εναλλακτικούς σταθμούς και στο MTV, όπου η εντυπωσιακή εμφάνισή της ταίριαζε με την ένταση των τραγουδιών της.
Ακολούθως το 1990 με I Do Not Want What I Haven’t Got, έκανε την O’Connor παγκόσμια σούπερ σταρ, χάρη σε μεγάλο βαθμό στη διασκευή της στο τραγούδι Nothing Compares 2 U που έγραψε ο Prince, αλλά έμεινε στο συρτάρι, και στο εμβληματικό μουσικό του βίντεο. Ένα βίντεο που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη όσων το παρακολουθούν. Ειδικά η σκηνή που η χύνει ένα μόνο δάκρυ καθώς θρηνεί για την αείμνηστη μητέρα της.
Φωνή των κακοποιημένων
Μέχρι το άλμπουμ της O’Connor γίνει νούμερο ένα σε πολλές χώρες, η ίδια είχε ήδη βαρεθεί τη σιωπή και τη συνενοχή που απαιτούσε η φήμη της. Έτσι αντί να προωθεί το άλμπουμ της σε συνεντεύξεις τύπου, η O’Connor ήταν απερίφραστα ειλικρινής για τις εμπειρίες της ως επιζών της παιδικής κακοποίησης.
Μιλούσε επίσης εναντίον μιας σειράς κοινωνικών ασθενειών, ιδίως για το ρατσισμό, αποδοκιμάζοντας την άρνηση του MTV να παίξει βίντεο από καλλιτέχνες ραπ και χιπ-χοπ, την οποία θεωρούσε ως λογοκρισία. “Ως… αντάλλαγμα, η O’Connor κατηγορήθηκε για… λογοκρισία – για παράδειγμα, όταν αποφάσισε να αποσυρθεί από μια εμφάνιση του 1990 στο Saturday Night Live αφού έμαθε ότι ο κωμικός Andrew Dice Clay – γνωστός μισογύνης – είχε προγραμματιστεί να εμφανιστέι το ίδιο βράδυ”.
Αργότερα το 1992 στην ίδια εκπομπή ήταν που κατάστρεψε τη φωτογραφία του Πάπα ερμηνεύοντας το τραγούδι του Bob Marley του “War” (1976), με διαφοροποιημένο στίχο. Έτσι αντί να αναφέρεται στη φυλετική καταπίεση, να αφορα την αντιμετώπιση των κακών της παιδικής κακοποιήσης. Εξού και δήλωσε «Πολεμήστε τον πραγματικό εχθρό» υπονοώντας τον Πάπα και ό,τι πρεσβεύει. Κάπως έτσι κατέστρεψε και την καριέρα της, που σύμφωνα με την Alysson δεν την ήθελε εξ αρχής. “Αν και συνέχισε να παράγει υπέροχη μουσική, τα ασταμάτητα πρωτοσέλιδα των ταμπλόιντ την επισκίασαν”.
Πάλευε τους “δαίμονές” της
Καταλήγωντας η δημοσιογράφος επισημαίνει πως προσπαθούσε έντονα να απωθήσει τη φίμωση που βίωσε ως παιδί και αργότερα ως ενήλικας οι προσωπικοί της αγώνες έπαιξαν στη δημοσιότητα. “Δεν περνούσε πάντα το μήνυμά της, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί” γράφει η McCabe. Και όπως της είχε πει το 2021: “Δεν είχα ξεκινήσει συνειδητά με την επιθυμία να γίνω φωνή για τους άλλους. Σκοπός μου ήταν να με ακούσουν”.
Ίσως να γεννήθηκε και έδρασε σε λάθος εποχή; Πρόσφατες πολιτιστικές εκτιμήσεις υπογραμμίζουν ότι η άνοδος και η πτώση του O’Connor από τον κόσμο της ποπ συνέβη σε μια εποχή που ουσιαστικά κανείς δεν συζητούσε για την ψυχική υγεία ή για το πώς η δημόσια έκφραση του πόνου συνδέεται με το τραύμα. “Πολύ συχνά, πιστεύω ότι το κοινό επέτεινε αυτό το τραύμα, επιλέγοντας να μην δει ή να ακούσει αυτό που προσπαθούσε να μας πει: ότι ο πραγματικός εχθρός είναι η απάθεια”.
“Μακάρι να ακούγαμε τόσο όσο κρίνουμε”.