Είναι πάλι αυτή η πικρή εποχή των «εθνικών μνημοσύνων». Πικρή και θλιβερή από κάθε άποψη γιατί θυμίζει φοβερές απώλειες, με ένα τρόπο τόσο τετριμμένο και ανούσιο. Τόσο φθαρμένο και κοινότοπο που προκαλεί ανία και βαθιά βαρεμάρα εκεί που θα έπρεπε να αναξέει τη μνήμη, η συγκίνηση και η ευθύνη.
Μεγάλα λόγια για ανθρώπους καθημερινούς που στάθηκαν άτυχοι. Οι περισσότεροι δεν είναι ήρωες κι ούτε ήθελαν να είναι ήρωες. Άνθρωποι απλοί που έκαναν το καθήκον τους, και που μια σφαίρα, ένας όλμος τους επέλεξε. Ο δόλιος ο νεκρός, ένα θύμα, ένας απλός πεσών, που ενίοτε περιγράφεται ως λέων που άλλους δύο αν είχαμε κ.λπ. Υπερβολές που επαναλαμβάνονται οι οποίες κάποτε εξυπηρετούσαν ένα αφήγημα αδικίας, «μία χούφτα Έλληνες» κ.λπ.
Ενώ τα πράγματα είναι απλά: «Μία δὲ κλίνη κενὴ, φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν…»*, όπου ο αφανής, είναι ο απλός, ο άγνωστος όπως συνηθίσαμε να λέγεται στρατιώτης, που είναι άγνωστος στην ιστορία των επωνύμων. Είναι όμως ο επώνυμος πατέρας, ο θείος, ο αδερφός…!
Κι όλο αυτό το γκροτέσκ πολλές φορές σκηνικό, γίνεται ακόμη πιο θλιβερό, καθώς υπάρχει μία σιωπηρή συνωμοσία διαμοιρασμού των ιερών οστών, που έρχεται από πολύ παλιά, καλλιεργημένη από τις Λαικές Οργανώσεις και τα Εθνικά Σωματεία: Οι ήρωες τους και οι ήρωες μας. Σεβόμαστε τους άλλους ήρωες, τιμούμε όμως τους δικούς μας. Ως να υπάρχει ένα άυλο παραταξιακό οστεοφυλάκιο. Τα «δικά μας» θύματα, αξίζουν περισσότερο την τιμή, κάθε δικό μας ιερό οστούν ένα παράσημο στο κομματικό πέτο.
*Από τον Επιτάφιο του Περικλέους