Συμπληρώθηκαν σήμερα 55 χρόνια από την ημέρα της εισβολής των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Τσεχοσλοβακία, καταπνίγοντας στις 20 Αυγούστου 1968, την προσπάθεια εκδημοκρατισμού της χώρας (Άνοιξη της Πράγας), η οποία εντάχθηκε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης με πραξικόπημα το 1948.
Περίπου 800.000 στρατιώτες από τη Σοβιετική Ένωση, τη Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, μπήκαν στη χώρα θέτοντας σε πολιορκία τη Πράγα, κάτω από έντονες αντιδράσεις των πολιτών οι οποίοι είχαν βγει στους δρόμους. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν άρματα μάχης και στο αεροδρόμιο της Πράγας προσγειώνονταν αεροπλάνα από τη Σοβιετική Ένωση μεταφέροντας στρατιώτες. Η Ανατολική Γερμανία δεν εισέβαλλε, αλλά είχε σε ετοιμότητα 30.000 συτρατιώτες στα σύνορα με τη Τσεχοσλοβακία.
Έγιναν οδομαχίες, καθώς τα ξένα στρατεύματα κατέλαβαν όλες τις καίριας σημασίας υπηρεσίες επιβάλλοντας συνθήκες κατοχής.
Το πρώτο μέλημα τους ήταν το ξήλωμα της ηγεσίας της Τσεχοσλοβακίας με τη σύλληψη της ηγεσίας της χώρας και του κομμουνιστικού κόμματος. Συνελήφθησαν ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, ο Όλντριχ Τσερνίκ, ο Γιόσεφ Σμρκόβσκι και ο Φράντισεκ Κρίγκελ.
Ο Ντούμπτσεκ ο οποίος είχε ηγηθεί των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες εξόργισαν της Μόσχα, απήχθη από τα σοβιετικά στρατεύματα και με τα ρούχα που φορούσε μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στη πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ.
Από τις συγκρούσεις σκοτώθηκαν 98 Τσεχοσλοβάκοι και 50 στρατιώτες των δυνάμεων εισβολής.
Μετά από 6 ημέρες συγκρούσεων, στις 26 Αυγούστου 1968, υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Μόσχας, με το οποίο ακυρώθηκαν τα συμπεράσματα και οι αποφάσεις του 14ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας. Παράλληλα επιβλήθηκε πλήρης λογοκρισία από την Σοβιετική Ένωση και ξηλώθηκαν όλοι οι μεταρρυθμιστές από τις θέσεις που κατείχαν στον κρατικό μηχανισμό. Η ηγεσία της χώρας αναγκάστηκε να αποδεχθεί την παροχή ασυλίας σε όσους Τσεχοσλοβάκους υποστήριξαν την σοβιετική εισβολή. Ο Ντούμπτσεκ παρέμεινε τυπικά ηγέτης της Τσεχοσλοβακίας, αν και αιχμάλωτος, μέχρι τον Απρίλιο του 1969 και αντικαταστάθηκε από ηγεσία που επέλεξε η Μόσχα με επικεφαλής τον Γκούσταβ Χούζακ.
Η σοβιετική κατοχή της χώρας οδήγησε στην «απόδραση» περίπου 160.000 Τσεχοσλοβάκων οι οποίοι κατέφυγαν στη Δύση.
Η μαρτυρία του Ντούμπτσεκ
Ο τότε ηγέτης της Τσεχοσλοβακίας, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, στα απομνημονεύματα του, περιέγραψε το πως έζησε εκείνη την ημέρα και αυτές που ακολούθησαν:
«Έφτασε ένας αξιωματικός της Κα Γκε Μπε, που διέταξε να τον ακολουθήσω. Με τον συνταγματάρχη πίσω μου, οδηγήθηκα στο προαύλιο του κτιρίου όπου ήταν σταθμευμένα σοβιετικά άρματα μάχης και άλλα στρατιωτικά οχήματα. Με έβαλαν σε ένα θωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού, το οποίο ξεκίνησε αμέσως. Μετά λίγη ώρα κατάλαβα πως κατευθυνόμασταν στο αεροδρόμιο. Με οδήγησαν σε αίθουσα του αεροδρομίου, όπου μετά από λίγο έφεραν τον Όλντριτς Τσέρνικ, τον Τσεχοσλοβάκο πρωθυπουργό, που είχαν επίσης συλλάβει. Στις 9 το βράδυ μας οδήγησαν σε ένα αεροπλάνο. Πέρασε λίγη ώρα όμως, και μετά με κατέβασαν και με οδήγησαν σε άλλο αεροσκάφος. Μετά από μια δεύτερη σύντομη πτήση προσγειωθήκαμε σε αεροδρόμιο της Ουκρανίας. Προφανώς στο Ουζγκορόντ. Μας υποδέχτηκε ομάδα από αξιωματικούς της Κα Γκε Μπε με πολιτικά. Άλλη μια μέρα πέρασε. Η Πέμπτη 22 Αυγούστου. Δεν είχα καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Ούτε εφημερίδες ούτε ραδιόφωνο. Δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε στην Τσεχοσλοβακία.
Με μετέφεραν στη Μόσχα, παρά τη θέλησή μου, σαν αιχμάλωτο, και χωρίς να μου δώσουν τον χρόνο να πλυθώ.
Μετά από τρεις μέρες, με πήγαν στο Κρεμλίνο, στις 23 Αυγούστου, όπου αντίκρισα τους τέσσερις ανθρώπους που έφεραν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την εγκληματική εισβολή στη χώρα μου: τον Λεόντιντ Μπρέζνιεφ, γενικό γραμματέα του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Αλεξέι Κοσύγκιν, πρωθυπουργό της ΕΣΣΔ, τον Νικολάι Βορονώφ, πρωθυπουργό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και τον Νικολάι Ποντγκόρνι. Δεν υπήρξαν ούτε χειραψίες, ούτε τυπικά καλωσορίσματα».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ντρούμπτσεκ, ο Μπρέζνιεφ τού είπε:
«”Μπορεί να ειπωθεί ορθά – κοφτά, ότι η αποτυχία σας να ανταποκριθείτε στις υποχρεώσεις σας, εξανάγκασε πέντε χώρες (Ουγγαρία, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία και Βουλγαρία, που επίσης πήραν μέρος στην εισβολή), σε ακραία και αναπόφευκτα μέτρα. Ήρθαν στο φως παράνομοι πυρήνες και κρησφύγετα όπλων. Δεν θέλουμε να σας ενοχοποιήσουμε προσωπικά. Ίσως να μην το γνωρίζατε καν. Οι δεξιές αντιδραστικές δυνάμεις είναι αρκετά ισχυρές για να τα έχουν οργανώσει όλα”, μου είπε ο Μπρέζνιεφ, σε μια προσπάθεια να συνεργαστώ μαζί τους.
Ως κουμμουνιστής, που φέρω μεγάλο μέρος της ευθύνης για τα πρόσφατα γεγονότα, είμαι βέβαιος ότι – όχι μόνο στην Τσεχοσλοβακία, αλλά και στην Ευρώπη, σ’ όλο το κομμουνιστικό κίνημα, η ενέργεια αυτή θα μας προκαλέσει τις πιο οδυνηρές συνέπειες, και θα έχει ολέθριες επιπτώσεις στους κόλπους των κομμουνιστικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες.
Ας μου συμβεί, ό,τι είναι να μου συμβεί. Αλλά, θα έκανα μέγα σφάλμα, σύντροφοι, αν δεν σας έλεγα την αλήθεια: πιστεύω ότι η αποστολή στρατευμάτων ήταν ένα φοβερό πολιτικό λάθος, που θα έχει τραγικές συνέπειες.
Έχοντας αποτύχει να αντικαταστήσουν τη νόμιμη ηγεσία μας με ένα πειθαρχικό κόμμα – κράτος υβρίδιο, με βάση το ουγγρικό μοντέλο του 1956, ο ισχυρισμός των Σοβιετικών ότι οι ίδιοι είχαμε ζητήσει την εισβολή, έχασε κάθε φερεγγυότητα. Προέκυψε τελικώς ένας κείμενο, το οποίο εξακολουθούσε να μοιάζει φρικτό, αλλά αποτελούσε σημαντική βελτίωση. Οι Σοβιετικοί συμφώνησαν, για παράδειγμα να εγκαταλείψουμε την εμμονή τους στο να αναγνωρίσουμε τη νομιμότητα της εισβολής και την ύπαρξη αντεπανάστασης».
Κ.Ε