Tην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα έδωσε ο οίκος αξιολόγησης Scope που αξιολογεί τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε BBB- και αλλάζει τις προοπτικές σε σταθερές.
Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, η ευνοϊκή πορεία του δημόσιου χρέους και οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα οδήγησαν στην αναβάθμιση της αξιολόγησης. Το υψηλό δημόσιο χρέος, οι κίνδυνοι πολιτικής μακροπρόθεσμα και οι αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος αποτελούν προκλήσεις, αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης.
Η αναβάθμιση που σηματοδοτεί την ανεπίσημη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική διαβάθμιση μετά από 13 χρόνια θεωρείται προπομπός για τις επόμενες αξιολογήσεις που επίκεινται έως το τέλος του έτους και την επάνοδο του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα.
Ο γερμανικός οίκος βρίσκεται «ένα βήμα» από το να λάβει την επίσημη έγκριση της ΕΚΤ κι έτσι οι αξιολογήσεις του δεν λαμβάνονται υπόψη από το Ευρωσύστημα,. Φιλοδοξεί να καταστεί η ευρωπαϊκή απάντηση (έχει καταθέσει σχετική αίτηση στην ΕΚΤ) στους τοπ τέσσερις οίκους (DBRS, S&P, Moody’s, Fitch), που είναι σήμερα αποδεκτοί και από το ευρωσύστημα ως εξωτερικοί οργανισμοί αξιολόγησης (ECAIs).
Οι παράγοντες διαμόρφωσης της αξιολόγησης
Η αναβάθμιση της Ελλάδας σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας BBB- , σύμφωνα με την ανακοίνωση του οίκου, αντανακλά τους ακόλουθους παράγοντες πιστοληπτικής αξιολόγησης:
- Διατήρηση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης προς την Ελλάδα, η οποία αντανακλά τις αλλαγές μετά την κρίση της πανδημίας για τη στήριξη των ευάλωτων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ μέσω παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Από το 2020 ΟΙ καινοτομίες των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και η χαλάρωση των απαιτήσεων του πλαισίου ασφάλειας εξασφάλισαν την επιλεξιμότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρά τη μη επενδυτική διαβάθμιση του δανειολήπτη. Τα μέτρα των κεντρικών τραπεζών, σε συνδυασμό με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας για την Ελλάδα ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,7% του μέσου όρου του ΑΕΠ 2021-26), παράλληλα με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης διαχείρισης του χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους, καταδεικνύουν ένα διαρκές ευρωπαϊκό στήριγμα πέραν των πρόσφατων κρίσεων, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση ώστε να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις.
- Σταθερή πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της πραγματικής οικονομικής μεγέθυνσης πάνω από τις δυνατότητες, του χαμηλού μέσου κόστους επιτοκίου του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου χρέους και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 160,7% έως το 2023, δηλαδή κατά 46% σε σχέση με το μέγιστο επίπεδο του 2020.
- Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν σημαντικά τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και βελτίωσαν ουσιαστικά τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, παράλληλα με πολιτικές ευθυγραμμισμένες με τη χρηματοδότηση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, κινητοποιώντας επενδύσεις και ενισχύοντας την ανάκαμψη.
Οι κίνδυνοι που μπορεί να αμφισβητήσουν την αξιολόγηση
Ωστόσο, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, αναφέρει η ανακοίνωση, παραμένει υπό αμφισβήτηση λόγω:
- πρώτον, του υψηλού δημόσιου χρέους, το οποίο αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια στις επανεκτιμήσεις του κρατικού κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Scope θα θεωρούσε ότι περαιτέρω ουσιαστική μείωση του λόγου του χρέους – σύμφωνα με τις βασικές προσδοκίες – είναι ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική πορεία της αξιολόγησης της Ελλάδας. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής δομής του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους και τις μικρότερες μέσες διάρκειες του νέου χρέους, αντανακλά μια πρόκληση.
- Δεύτερον, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους πίστωση του επίσημου τομέα προς τη λιγότερο υπό όρους χρηματοδότηση με βάση την αγορά. Τρίτον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν. Τέλος, διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο δυναμικό ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς.
Οι επόμενες αξιολογήσεις έως το τέλος του 2023
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο DBRS (8 Σεπτεμβρίου)
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Moody’s (15 Σεπτεμβρίου)
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Standard & Poor’s (20 Οκτωβρίου)
Αξιολόγηση χρέους από τον οίκο Fitch (1η Δεκεμβρίου)
Από: Οικονομικό Ταχυδρόμο