Μια μυστηριώδης αρχαία γραφή της Αυτοκρατορίας των Κοσσανών, που χρονολογείται πριν από χιλιάδες χρόνια, αποκρυπτογράφησε για πρώτη φορά μια ομάδα Γερμανών φοιτητών του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, ανακαλύπτοντας έτσι μια νέα αρχαία γλώσσα.
Πρόκειται για μια εντελώς άγνωστη μέχρι σήμερα μεσοιρανική γλώσσα, η οποία πιστεύεται ότι ήταν, σε ένα βαθμό, μία από τις επίσημες γλώσσες της αυτοκρατορίας των Κοσσανών. Της έδωσαν μάλιστα το όνομα Eteo-Tocharian, ώστε να περιγράψουν τη γλώσσα.
Η ομάδα των ερευνητών αναγνώρισε περίπου το 60 τοις εκατό των χαρακτήρων και εργάζεται τώρα για να αποκρυπτογραφήσει τους υπόλοιπους χαρακτήρες, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Transactions of the Philological Society.
Από τη δεκαετία του 1950, οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν και το Αφγανιστάν οδήγησαν στην ανακάλυψη πολλών δεκάδων επιγραφών με άγνωστο σύστημα γραφής. Οι επιγραφές κυμαίνονταν σε μήκος από θραύσματα δύο και τριών χαρακτήρων έως μεγαλύτερες επιγραφές με πολλές γραμμές κειμένου. Τα περισσότερα από τα δείγματα γραφής βρέθηκαν συγκεντρωμένα στον αρχαίο ιρανικό πολιτισμό της Βακτρίας, που συνόρευε με την οροσειρά Hindu Kush και Hisar.

Αναγνώρισαν το όνομα του αυτοκράτορα
Η νέα αποκρυπτογράφηση ωστόσο έγινε όταν οι ερευνητές μπόρεσαν να αναγνωρίσουν το όνομα του αυτοκράτορα του Κουσάν, Βέμα Ταχτού, στη μεγαλύτερη επιγραφή, η οποία ήταν γραμμένη σε τρεις γλώσσες. Η επιγραφή είναι γνωστή ως η τρίγλωσση Dašt-i Nāwur (στην αρχαία ελληνική ονομαζόταν Αραχωσία).
Οι τρεις γραφές στην Τρίγλωσση Dašt-i Nāwur, περιλαμβάνουν την άγνωστη γραφή και δύο άλλες που χρησιμοποιούνταν πιο συχνά στην περιοχή εκείνη την εποχή— η ελληνική γραφή για τη Βακτριανή γλώσσα και η γραφή Kharoṣṭhī η οποία προήλθε από τα αραμαϊκά.
Μια άλλη πρόσφατη ανακάλυψη δύο νέων επιγραφών στην άγνωστη γραφή από τον αρχαιολόγο, Bobomullo Bobomulloev το 2022, αποδείχθηκε επίσης απαραίτητη για τους ερευνητές. Οι νέες επιγραφές περιλαμβάνουν μια «πιθανώς δίγλωσση με τη βακτριανή» η οποία «επιτρέπει την αντικατάσταση εύλογων φωνητικών τιμών για πολλά σημάδια της άγνωστης γραφής».
«Αυτή η ανακάλυψη οδήγησε σε ανανεωμένες προσπάθειες από αρκετούς ερευνητές να αποκωδικοποιήσουν το κείμενο– ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον», ανέφεραν οι ερευνητές σε ένα δελτίο τύπου.
Προηγούμενη έρευνα είχε δείξει ότι η άγνωστη γραφή, που πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε σε ένα διάστημα μεταξύ 200 π.Χ. και 700 μ.Χ., έχει μια επιφανειακή ομοιότητα με τα Gāndhārī αλλά δεν μπόρεσε να μεταφραστεί.
Οι γλωσσολόγοι μπόρεσαν να αποκρυπτογραφήσουν τη γλώσσα χρησιμοποιώντας μια μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την αποκρυπτογράφηση άγνωστων γραφών στο παρελθόν, όπως έγινε με τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά για τα οποία χρησιμοποιήσαν την πέτρα της Ροζέτα.