Σ’ ένα από τα πιο ιστορικά κτίσματα της οθωμανικής περιόδου, στην καρδιά του αστικού κέντρου της Δράμας, στο εμβληματικό Σαντιρβάν τζαμί, φιλοξενείται η νέα σημαντική έκθεση του Μουσείου Μπενάκη. Θέμα της, το νεοελληνικό κόσμημα. Τίτλος της, «Μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα».
Στην έκθεση, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν ορισμένα από τα ομορφότερα κοσμήματα, αντιπροσωπευτικά δείγματα της ελληνικής αργυροχρυσοχοΐας από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Τα ελληνικά κοσμήματα με την πολυμορφία τους φανερώνουν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον στολισμό του σώματος. Κοσμήματα κεφαλόδεσμου, σκουλαρίκια και ταινίες που στολίζουν το μέτωπο, κοσμήματα που αγκαλιάζουν το λαιμό ή καλύπτουν το στήθος, πόρπες που ακουμπούν στην κοιλιά και αλυσιδωτά κοσμήματα που διακοσμούν την ποδιά, τα ελληνικά κοσμήματα δημιουργούν ένα σύνθετο σύστημα στολισμού που ομορφαίνει και εντυπωσιάζει.
Η επιμελήτρια της συλλογής Νεοελληνικού Πολιτισμού του Μουσείου Μπενάκη Ξένια Πολίτου αναφέρει -μεταξύ άλλων- στην ειδική έκδοση του μουσείου για την έκθεση: «Πρόκειται για μια αντίληψη στολισμού που οφείλει πολλά στην κοινωνική οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων του 18ου-19ου αιώνα, στις οποίες ο γάμος αποτελούσε κομβικό σημείο στον κοινωνικό και οικογενειακό βίο. Ο στολισμός της νύφης αντανακλούσε την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική τάξη των δύο οικογενειών και αποτελούσε μια σοβαρή οικονομική επένδυση που αποσκοπούσε στην απόκτηση κύρους. Εξίσου συνυφασμένος με την τελετή είναι και ο μαγικός ή αποτρόπαιος χαρακτήρας πολλών νυφικών κοσμημάτων».
Πολύτιμα υλικά, μικρά μυστικά και παραδόσεις αιώνων
Τα υλικά που επικρατούν για την κατασκευή των κοσμημάτων που παρουσιάζονται στην έκθεση ποικίλλουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Έτσι, στη νησιωτική Ελλάδα ο χρυσός και τα μαργαριτάρια, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα το ασήμι, ο χαλκός και διάφορα μείγματα, υλικά τα οποία οι τεχνίτες συχνά επιχρυσώνουν, στολίζουν με ημιπολύτιμες πέτρες και χρωματιστά γυαλιά ή ζωγραφίζουν με σαβάτι.
Διάτρητα ή δουλεμένα με λεπτό σύρμα και στολισμένα με ψιλά μαργαριτάρια και σμάλτο, τα κοσμήματα των νησιών διακρίνονται για τη λεπτή εργασία και τα πολύτιμα υλικά. Σφυρήλατα, χυτά, διάτρητα ή συρματερά, τα κοσμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι ογκώδη και σύνθετα και συμπληρώνονται με διαφόρων τύπων αλυσίδες και νομίσματα.
Με την ίδια βέβαια φροντίδα που φιλοτεχνούνται τα γυναικεία κοσμήματα βγαίνουν από τα χέρια των αργυροχόων και χρηστικά σκεύη: ταμπακοθήκες, παγούρια, τάσια, και φυλακτά, ή όπλα, τμήμα της καθημερινότητας των ανδρών.
Τα πιο εντυπωσιακά
Από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια της συλλογής που εκτίθενται στις προθήκες είναι ένα περιδέραιο μήκους 64 εκ. από την Πάτμο του 18ου αιώνα από χρυσό μαργαριτάρια και σμάλτο, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια σε σχήμα καραβέλας του 18ου αιώνα από χρυσό, μαργαριτάρια και σμάλτο και ένα κόσμημα στήθους από τον Πόντο με ασήμι, κοράλλια και σμάλτο.
Ξεχωρίζουν επίσης τα ιδιαίτερα περίτεχνα στέφανα γάμου, οι πόρπες από γυναικείες ζώνες με πολύχρωμα σμάλτα, τα κεφαλοκαλύματα διακοσμημένα με πολύτιμα υλικά, ενώ ιδιαίτερη θέση στη συλλογή έχουν τα αντρικά «κοσμήματα», που στην πραγματικότητα ήταν περίτεχνα χρηστικά αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι άντρες στην καθημερινότητά τους.
Ο επισκέπτης της έκθεσης μπορεί ακόμα να θαυμάσει ψηφιακές αναπαραστάσεις της χρήσης των κοσμημάτων και μέσα από την πολύ ενδιαφέρουσα ξενάγηση που κάνουν οι συνεργάτες του μουσείου να λάβουν χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία του ελληνικού κοσμήματος αλλά και τα μικρά μυστικά που κρύβει στο διάβα του χρόνου το κάθε κόσμημα.
Η ιστορία του «Σαντιρβάν» τζαμί
Το πετρόχτιστο κτίσμα, στη συμβολή των οδών των οδών Άρμεν και Αγαμέμνονος, ένα παλίμψηστο της πρόσφατης ιστορίας της Δράμας, ήταν οθωμανικό τέμενος, με τον μιναρέ να χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή της εισόδου, ανακαινίστηκε το 1806 και παρέμεινε ως τέμενος μέχρι το 1922, αναφερόμενο ως Σαντιρβάν τζαμί.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, από το 1922 μέχρι το 1927, φιλοξένησε οικογένειες προσφύγων, ενώ από το 1927 έως το 1981 αποτέλεσε το χώρο έκδοσης της ιστορικής τοπικής εφημερίδας «Θάρρος». Το 1983 κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο, όμως στην πορεία των χρόνων και με την κατάπτωση της στέγης, καταστράφηκε.
Το 2012 αγοράστηκε από την εταιρεία Raycap, η οποία αποκατέστησε το μνημείο ως χώρο πολιτισμού, κατεδάφισε δύο όμορες πολυκατοικίες, από τις οποίες η μεσοτοιχία της μίας είχε χτιστεί πάνω στα παράθυρα του μνημείου και ψηφιοποίησε το αρχείο της εφημερίδας «Θάρρος», με ελεύθερη πρόσβαση για όλους στον ιστότοπο του αρχείου.
ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΑΠΕ/ΜΠΕ