Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακύρωσε τα διατάγματα δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του Ανδρέα Βγενόπουλου και στενών συνεργατών του (Μπουλούτα, Μάγειρα), όπως επίσης και της MIG. Πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 5 δις ευρώ, τα οποία είναι άγνωστο αν υπάρχουν, που υπάρχουν, σε τι μορφή (ακίνητα, μετρητά, μετοχές κλπ) και ποιος τα διαχειρίζεται πλέον.
Από μια απλή ανάγνωση της δικαστικής απόφασης, αντιλαμβάνεται ο καθένας, ότι πρόκειται για μια ιστορία ερασιτεχνισμού, ως προς τον χειρισμό, η οποία πολύ εύκολα μπορεί να τροφοδοτήσει θεωρίες συνωμοσίας, για το αν ζει ή δεν ζει ο Βγενόπουλος, παρά το ότι αποδεδειγμένα απεβίωσε το 2016.
Ένα ερώτημα που προκύπτει εύλογα και αβίαστα, είναι γιατί χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να εκδικαστεί η έφεση; Δεν μιλάμε για μια οποιαδήποτε υπόθεση, αλλά για μια υπόθεση που αφορά την κατάρρευση μιας τράπεζας η οποία συμπαρέσυρε και την οικονομία του τόπου. Τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν δεσμευτεί, αποτελούσαν κατά έναν τρόπο εγγύηση για αποζημίωση, καταθετών που έχασαν τα χρήματα τους, στο κούρεμα του 2013.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, μετά τη κατάρρευση της οικονομίας, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης είχε αναλάβει το καθήκον να εντοπίσει τους υπεύθυνους, να τους οδηγήσει στη Δικαιοσύνη και βεβαίως να επιτύχει την καταδίκη τους και την εξασφάλιση επιστροφής μέρους των χρημάτων, που φέρονταν να έχουν καρπωθεί με διάφορους τρόπους.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ξόδεψε πολλά εκατομμύρια για εκείνες τις έρευνες, με δημιουργία ολόκληρης ομάδας ανακριτών με έδρα το Συνεδριακό Κέντρο, μίσθωση υπηρεσιών εμπειρογνωμόνων, αγορά πανάκριβων λογισμικών και server… για να γίνει μια τρύπα στο νερό!
Όταν πια είχαν παρέλθει 4 χρόνια από τη τραγωδία, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, «θυμήθηκε» πως οι ευθύνες ήταν κυρίως πολιτικές και δήλωσε πως: «Οι ευθύνες όμως είναι εκεί, οι εξηγήσεις είναι εκεί, τα αίτια είναι εκεί και οι υπαίτιοι είναι εκεί». Δεν εξήγησε όμως ποτέ που είναι αυτό το «εκεί» και όλοι μείναμε με την απορία η οποία δεν λύθηκε ποτέ.
Αν όμως οι ευθύνες ήταν πρωτίστως πολιτικές, γιατί είχε αναλάβει αυτή την χρονοβόρα και κοστοβόρα έρευνα, δημιουργώντας ελπίδες ότι οι υπαίτιοι θα αντιμετώπιζαν τη Δικαιοσύνη; Η δουλειά του δεν ήταν η διάγνωση πολιτικών, αλλά ποινικών ευθυνών, τις οποίες δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει. Μάλιστα κάποιες από τις υποθέσεις που οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, κατέρρευσαν, όχι γιατί δεν είχαν διαπιστωθεί ευθύνες, αλλά γιατί είχαν γίνει τραγικά λανθασμένοι χειρισμοί.

Ένα άλλο κενό σε αυτή την περίεργη ιστορία, ήταν η στάση του κατά τ’ άλλα λαλίστατου Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Παρά το ότι ξοδεύτηκαν δεκάδες εκατομμύρια για τις έρευνες, χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα, δεν κατέγραψε ούτε μισή λέξη στις εκθέσεις του για τη Νομική Υπηρεσία, την περίοδο του Κώστα Κληρίδη. Το ίδιο βεβαίως είχε πράξει ο κ. Μιχαηλίδης, όταν ο κ. Κληρίδης έσβηνε τα λαπόρτα φιλικού του προσώπου, ή προχωρούσε σε προσλήψεις τέκνων εισαγγελέων στη Νομική Υπηρεσία.
Αναμέναμε έστω και τώρα μια τοποθέτηση για την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων, όλων όσων είχαν εμπλακεί στην υπόθεση της Λαϊκής Τράπεζας. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση, καθώς η ευαισθησία του έχει αποδειχθεί διαχρονικώς ότι είναι επιλεκτική.
Κ.Ε